Συμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 2112/20 και το άρθρο 6 του ΒΔ 16/18-7-1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση εάν εναντίον του μισθωτού υπεβλήθη μήνυση για αξιόποινη πράξη που διεπράχθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του η αν απηγγέλθη κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα γενικώς το οποίο φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος (Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα εις ΔΕΝ 2009 σελ. 312 επ., Κ. Μαρκόπουλον εις ΔΕΝ 1987 σελ. 487 επ., επίσης βλ. Πορίσματα Νομολογίας εις ΔΕΝ 2002 σελ. 20 επ.).
Στις διατάξεις αυτές γίνεται διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών περιπτώσεων. Η πρώτη περίπτωση είναι να έχει απαγγελθεί (από την αρμόδια Αρχή, ήτοι κατά κανόνα από τον αρμόδιο Εισαγγελέα) κατηγορία για οποιοδήποτε αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος η κακουργήματος· η δεύτερη είναι να έχει ασκηθεί μήνυση για αξιόποινη πράξη που διεπράχθη από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Αναφορικά λοιπόν με την τελευταία αυτή περίπτωση επισημαίνονται τα εξής·
Εν πρώτοις, όπως προκύπτει λογικά, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων που εξετάζονται εδώ, την μήνυση υποβάλλει ο εργοδότης, δεδομένου ότι το αδίκημα συντελείται από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, επομένως κατά κανόνα πρώτος λαμβάνει γνώση ο εργοδότης, ο οποίος μάλιστα συνήθως είναι και ο αμέσως η εμμέσως ζημιωθείς από το αδίκημα αυτό και έτσι έχει σοβαρούς λόγους να επιδιώκει την ποινική δίωξη του εργαζομένου. Η υποβολή της μηνύσεως από τον ίδιο τον εργοδότη εξ άλλου του δίδει το δικαίωμα να προχωρήσει ο ίδιος και σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αζημίως, δηλαδή χωρίς την καταβολή της οφειλομένης αποζημιώσεως απολύσεως (έχει βεβαίως κριθεί ότι τυχόν κακόβουλη, προσχηματική, ψευδής κ.λπ. μήνυση εκ μέρους του εργοδότη καθιστά την καταγγελία εξ υπαρχής άκυρη με συνέπεια ο εργοδότης να οφείλει να καταβάλει μισθούς υπερημερίας από την πρώτη στιγμη που έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, βλ. ΑΠ 1856/88, ΔΕΝ 1989 σελ. 734, Μον. Πρωτ. Σπάρτης 259/2007, ΔΕΝ 2008 σελ. 553).
Επίσης από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να μπορέσει ο εργοδότης να κάνει χρήση αυτών και να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς αποζημίωση, θα πρέπει η κατηγορία να είναι «προσωποποιημένη» και να αφορά συγκεκριμένο εργαζόμενο. Ετσι θα πρέπει να δεχθούμε ότι δεν έχουν εφαρμογή οι συγκεκριμένες διατάξεις σε περίπτωση υποβολής μηνύσεως κατ’ αγνώστων (εκτός αν στο μεταξύ απαγγελθεί κατηγορία κατά συγκεκριμένου εργαζομένου, οπότε εφαρμόζεται η πρώτη περίπτωση της ανωτέρω διατάξεως). Ετσι π.χ. εργοδότης που διαπιστώνει έλλειμμα στο ταμείο της επιχειρήσεώς του, δεν μπορεί να προχωρήσει σε καταγγελία συμβάσεως χωρίς αποζημίωση στην περίπτωση που δεν είναι βέβαιος για τον δράστη της υπεξαιρέσεως, ακόμη και αν είναι βέβαιο ότι την έχει διαπράξει ένας εκ των δύο η τριών εργαζομένων που έχουν πρόσβαση στο συγκεκριμένο ταμείο, εφόσον όμως δεν γνωρίζει με βάσιμα στοιχεία ποιός ακριβώς εξ αυτών είναι ο ένοχος.
Για τούς ίδιους λόγους εξ άλλου θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών απαιτείται η υποβολή μηνύσεως και δεν αρκεί π.χ. απλή καταγγελία η και μηνυτήρια αναφορά η οποία όμως δεν φέρει τα βασικά χαρακτηριστικά της μηνύσεως (ή της εγκλήσεως). Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την θεωρία, ως μηνυτήρια αναφορά, κατά την έννοια ιδίως των άρθρων 40 παρ. 1, 42 και 43 παρ. 1 του ΚΠΔ, είναι κάθε έγγραφο δια του οποίου κάποιος τρίτος (εκτός του παθόντος) αναφέρει στον Εισαγγελέα κάποια περιστατικά, διατηρώντας όμως κάποιες αμφιβολίες για την τέλεση των αναφερομένων πράξεων, για τον ποινικό τους χαρακτήρα κ.λπ., αφήνοντας την σχετική κρίση στην Εισαγγελική Αρχή (βλ. Χ. Σεβαστίδη, Κωδικας Ποινικής Δικονομίας - ερμηνεία κατ’ άρθρο - τόμος Ι, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2011, άρθρο 42, σελ. 378 - 379, Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής Δικης, 3η έκδοση, Αθήνα 2007, σελ. 272, ιδίως δε υποσ. 35). Γινεται επίσης δεκτό ότι ο υπογράφων τη μηνυτήρια αναφορά δεν δηλώνει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη (βλ. σχετικώς Χ. Σεβαστίδη, ο.π., σελ. 379). Βεβαίως στην πράξη παρατηρείται σύγχυση των όρων, με αποτέλεσμα συχνά να χρησιμοποιούνται αδιακρίτως. Θα πρέπει όμως να δεχθούμε, όπως και ανωτέρω στην περίπτωση της μηνύσεως κατ’ αγνώστων, ότι, εφ’ όσον ο υπογράφων την μηνυτήρια αναφορά δεν είναι βέβαιος για τούς δράστες η για την τέλεση ποινικώς κολασίμων πράξεων, δεν υφίσταται «προσωποποιημένη» κατηγορία και, κατά συνέπεια, δεν υφίσταται «μήνυση» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ώστε να δικαιολογείται η απόλυση χωρίς αποζημίωση. Τούτο βεβαίως ισχύει και σε περίπτωση κατά την οποία το έγγραφο που απευθύνεται στην Εισαγγελική Αρχή φέρει τον τίτλο «Μηνυση», χωρίς όμως, όπως προαναφέρεται, να περιέχει σαφείς κατηγορίες για τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων από συγκεκριμένο πρόσωπο του οποίου να προτείνεται και η ποινική δίωξη.
Εξ άλλου δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι οι διατάξεις αυτές (του άρθρου 5 του Ν. 2112/20 και του άρθρου 6 του ΒΔ 16/18-7-20) έχουν απολύτως εξαιρετικό χαρακτήρα και ουσιαστικά αποτελούν έναν περιορισμό στο θεμελιώδες για το δικαϊκό μας σύστημα «τεκμήριο αθωότητας», σύμφωνα με το οποίο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως αθώος μέχρις ότου καταδικασθεί τελεσίδικα από το αρμόδιο Δικαστήριο. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές δίνουν στον εργοδότη το δικαίωμα να αντιμετωπίσει τον εργαζόμενο ως εξ αρχής ένοχο και, χωρίς να περιμένει την έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως, αλλά ούτε και αυτήν την απαγγελία της κατηγορίας από την Εισαγγελική Αρχή, να τον απολύσει χωρίς αποζημίωση. Είναι προφανές λοιπόν ότι οι διατάξεις αυτές, λόγω ακριβώς του απολύτως εξαιρετικού τους χαρακτήρα, θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και επομένως να μη διευρύνεται η έννοια της μηνύσεως, έτσι ώστε να περιλάβει μηνύσεις κατ’ αγνώστων, μηνυτήριες αναφορές η απλές καταγγελίες που δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της μηνύσεως η της εγκλήσεως κατά τον ΚΠΔ.
Σημειωτέον ότι σύμφωνα με την ρητή διατύπωση των διατάξεων αυτών, για να μην οφείλεται αποζημίωση, η απόλυση θα πρέπει να λάβει χώρα μετά την απαγγελία της κατηγορίας η την υποβολή της μηνύσεως. Διαφορετικά, εάν δηλαδή η απόλυση προηγηθεί αυτών και δεν χορηγηθεί αποζημίωση, η απόλυση θα είναι άκυρη.
Τελος όταν δεν υπάρχει τέλεση εγκλήματος του Ποινικού Δικαίου, αλλά αντισυμβατική η παράνομη συμπεριφορά η οποία όμως δεν διώκεται ποινικώς, ο εργοδότης που καταγγέλλει την σύμβαση εργαζόμενου οφείλει αποζημίωση απολύσεως, διότι η απλή παράβαση ενός όρου της συμβάσεως εργασίας δεν συνιστά άνευ ετέρου και ποινικό αδίκημα ώστε να εφαρμοσθούν οι ανωτέρω εξαιρετικές διατάξεις.
Από την άλλη πλευρά όμως, εργαζόμενος που ζημίωσε τον εργοδότη του παράνομα και υπαίτια, οφείλει να τον αποζημιώσει κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων ΑΚ 914 επ. Η αξίωση αυτή του εργοδότη να αποζημιωθεί από τον εργαζόμενό του μπορεί να συμψηφισθεί με την αντίστροφη αξίωση του εργαζομένου να λάβει την αποζημίωση απολύσεως. Σημειωτέον ότι ο συμψηφισμός αυτός μπορεί καταρχήν να γίνει με την αποζημίωση απολύσεως (που είναι εξ άλλου και ομοειδής απαίτηση με την αξίωση των άρθρων ΑΚ 914 επ.) αλλά όχι και με άλλες απαιτήσεις που έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, για τις οποίες άλλωστε ισχύει ο κανόνας της διατάξεως ΑΚ 664 περί μη συμψηφισμού του μισθού με απαιτήσεις του εργοδότη, εκτός αν η ζημία του εργοδότη προκλήθηκε δολίως από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της εργασίας του.
Υπενθυμίζουμε ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ «ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 441 ΑΚ, «ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν» (Για το ζήτημα του συμψηφισμού βλ. και τις πρόσφατες ΑΠ 942/10, ΔΕΝ 2011 σελ. 657, ΑΠ 1067/10, ΔΕΝ 2010 σελ. 1501, βλ. επίσης αναλυτικά Χ. Γκούτον εις ΔΕΝ 2003 σελ. 225, καθώς και Χ. Καρατζάν εις ΔΕΝ 2005 σελ. 266).