Ειδικά ζητήματα αναφορικά με τη λύση της συμβάσεως εργασίας μετά τη συμπλήρωση 15ετιας στον ίδιο εργοδότη η μετά τη συμπλήρωση προϋποθέσεων για πλήρη σύνταξη γήρατος - Εγγραφα που συμπληρώνονται σε κάθε περίπτωση

1. Συμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/55, μισθωτοί (υπάλληλοι ή εργατοτεχνίτες) οι οποίοι συμπλήρωσαν 15ετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, καθώς και εκείνοι που κατελήφθησαν από το όριο ηλικίας, μπορούν να αποχωρήσουν από την εργασία τους με την συγκατάθεση του εργοδότη τους, λαμβάνοντες το ήμισυ της αποζημιώσεως που θα ελάμβαναν εάν απελύοντο χωρίς προειδοποίηση. Συμφωνα με την ρητή διατύπωση της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι να συμφωνεί ο εργοδότης με την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου, προτού αποχωρήσει οικειοθελώς ο τελευταίος.  Ως εκ τούτου ο μισθωτός θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει την συναίνεση του εργοδότη του για να μπορεί να εγείρει την αξίωση εκ της εν λόγω διατάξεως.  Η συναίνεση εξάλλου αυτή, φρονούμε ότι μπορεί να προκύπτει είτε ρητώς (όπως π.χ. στην περίπτωση που ο εργοδότης την εκφράζει αυτοβούλως σε κάποιο έγγραφό του προς τον εργαζόμενο) είτε σιωπηρώς (όπως π.χ. στην περίπτωση που συνάγεται αυτή από την τυχόν σιωπή του εργοδότη σε σχετική πρόσκληση του εργαζομένου να εκφράσει εντός κάποιας προθεσμίας την ενδεχόμενη μη συμφωνία του στην επικείμενη οικειοθελή αποχώρησή του). Προκειμένου εξάλλου να μπορέσει ο εργαζόμενος να επικαλεσθεί την σχετική σύμφωνη γνώμη του εργοδότη του στην οικειοθελή αποχώρησή του, θα πρέπει να έχει φροντίσει να μπορεί να την αποδείξει, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν αποδειχθεί η συγκατάθεση αυτή του εργοδότη, θα ελλείπει η βασική προϋπόθεση για την καταβολή του ημίσεος της αποζημιώσεως απολύσεως στο πλαίσιο της ανωτέρω διατάξεως.  Εξυπακούεται βεβαίως ότι η τυχόν άρνηση του εργοδότη να συναινέσει στην οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου του ελέγχεται από πλευράς καταχρηστικότητος (ΑΚ 281, βλ. και πορίσματα νομολογίας εις ΔΕΝ 2004 σελ. 70).

2. Επίσης, σύμφωνα με το εδάφιο β του ανωτέρω άρθρου, ήτοι του άρθρου 8 του Ν. 3198/55, υπάλληλοι που έχουν συμπληρώσει ή συμπληρώνουν προϋποθέσεις πλήρους συντάξεως γήρατος μπορούν να αποχωρούν οικειοθελώς η να απολύονται λαμβάνοντας το 40% της αποζημιώσεως που θα ελάμβαναν εάν απολύονταν χωρίς προειδοποίηση, εκτός αν δεν έχουν επικουρική ασφάλιση, οπότε και λαμβάνουν το 50% της αποζημιώσεως αυτής. Τα ίδια ισχύουν και για τούς εργατοτεχνίτες, μόνον όμως σε περίπτωση οικειοθελούς αποχωρήσεώς τους. Αντιθέτως σε περίπτωση απολύσεώς τους λαμβάνουν πλήρη την αποζημίωση που δικαιούνται (και όχι το 40% η το 50% αυτής).

Οπως προκύπτει από την διάταξη αυτή, ο υπάλληλος δικαιούται της αποζημιώσεως αυτής είτε απολυθεί είτε αποχωρήσει οικειοθελώς. Συνεπώς δεν συμπληρώνεται σε κάθε περίπτωση το έγγραφο της καταγγελίας αλλά, όταν η λύση της εργασιακής σχέσεως γίνεται με πρωτοβουλία του εργαζομένου, συμπληρώνεται το έντυπο της οικειοθελούς αποχωρήσεως. Σε κάθε περίπτωση το ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται βάσει των ειδικών ανωτέρω διατάξεων μπορεί να αναφέρεται με ειδική σημείωση στο έντυπο είτε της καταγγελίας είτε της οικειοθελούς αποχωρήσεως, η καταβολή δε του ποσού αυτού θα αποδεικνύεται πάντοτε με το γνωστό αποδεικτικό πληρωμής που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση αποζημιώσεως απολύσεως κ.λπ. Δεδομένου μάλιστα ότι συχνά υπάρχει αβεβαιότητα, λόγω της πολυδαίδαλης κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας αλλά και της ελλιπούς πρόσβασης του εργοδότη σε πλήρη στοιχεία για τις προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως του εργαζομένου, καλό είναι για τον εργοδότη να επιδιώκει την υπογραφή εκ μέρους του εργαζομένου του εντύπου της οικειοθελούς αποχωρήσεως, εφ’ όσον βεβαίως, επαναλαμβάνουμε, τούτο αποτυπώνει την πραγματική βούληση των μερών (βλ. σχετικώς και αλληλογραφία εις ΔΕΝ 2012, τεύχος 1603 σελ. 730, όπου και παραπομπές σε σχετικά υποδείγματα).

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι, σύμφωνα με την ρητή διατύπωση της σχετικής διατάξεως, προϋπόθεση για την καταβολή αυτής της μειωμένης αποζημιώσεως είναι η λύση της συμβάσεως εργασίας, εφ’ όσον αυτή επέρχεται ταυτόχρονα η μετά από προγενέστερη, καθ’ ον χρόνον απασχολείτο στον συγκεκριμένο εργοδότη, συμπλήρωση εκ μέρους του εργαζομένου των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος.  Αντιθέτως δεν αποτελεί προϋπόθεση η κατάθεση εκ μέρους του εργαζομένου σχετικής αιτήσεως στον ασφαλιστικό οργανισμό για την λήψη συντάξεως, ούτε βεβαίως πολύ περισσότερο η έκδοση αποφάσεως από τον ασφαλιστικό οργανισμό περί χορηγήσεως πλήρους συντάξεως γήρατος.  Εξυπακούεται ότι δεν επιβάλλεται στον εργαζόμενο η οικειοθελής του αποχώρηση με την συμπλήρωση των προϋποθέσεων για πλήρη σύνταξη γήρατος η με την υποβολή της σχετικής αιτήσεως κ.λπ., ούτε βεβαίως καθιερώνεται αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας στις περιπτώσεις αυτές.  Απλῶς αμφότερα τα μέρη δύνανται κατά το άνω χρονικό σημείο να κάνουν χρήση των σχετικών διατάξεων, προκειμένου να λύσουν με ευνοϊκότερους όρους τη σύμβαση εργασίας (δεδομένου ότι ο μεν εργοδότης, χωρίς την διάταξη αυτή, σε περίπτωση απολύσεως θα κατέβαλλε την πλήρη αποζημίωση, ο δε εργαζόμενος σε περίπτωση οικειοθελούς αποχωρήσεως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα ελάμβανε καθόλου αποζημίωση).

Επίσης έχει κριθεί (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 284/96, ΔΕΝ 1996 σελ. 527, επίσης Γνωμ. ΝΣΚ 147/1982, ΔΕΝ 1982 σ. 621 και Κ. Μαρκόπουλον εις ΔΕΝ 1977 σελ. 369) ότι η κατάθεση εκ μέρους του εργαζομένου αιτήσεως για λήψη συντάξεως δεν συνιστά άνευ ετέρου και οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία του, δεδομένου ότι δικαιούται να απασχολείται ακόμη και ως συνταξιούχος (Για τις συνέπειες της απασχολήσεως συνταξιούχου βλ. Γ. Ψηλόν εις ΔΕΝ 2011 σελ. 289, καθώς επίσης το άρθρο 42 του Ν. 3996/11, ΔΕΝ 2011 σελ. 1132). Τούτο σημαίνει ότι την μειωμένη αυτή αποζημίωση ο εργαζόμενος θα λάβει, όχι με την υποβολή της αιτήσεως, ούτε με την έκδοση της συνταξιοδοτικής αποφάσεως, αλλά με την λύση της συμβάσεως εργασίας, όποτε αυτή επέλθει, ακόμη και πολύ αργότερα.  Από αυτό άλλωστε το χρονικό σημείο, ήτοι τη λύση της συμβάσεως εργασίας, άρχονται και οι σχετικές αποσβεστικές προθεσμίες για την προσβολή του κύρους της απολύσεως (τρίμηνη) και για την καταβολή η συμπλήρωση του ποσού της αποζημιώσεως (εξάμηνη), βλ. σχετικώς και την πρόσφατη ΑΠ 200/11, ΔΕΝ 2012, τεύχος 1595 σελ. 28.

Για τα ζητήματα αυτά βλ. αναλυτικότερα εις ΔΕΝ 2010 σελ. 426 επ. όπου και αναλυτικές παραπομπές στην σχετική επί του θέματος νομολογία.

Διευκρινίζεται πάντως ότι οι διατάξεις αυτές, όπως προκύπτει και από τον σκοπό τους που είναι η διευκόλυνση μέσω της παροχής κινήτρων για την ανανέωση της αγοράς εργασίας, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται ως ήδη συνταξιούχος ενός ασφαλιστικού φορέα η έχοντας ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για πλήρη σύνταξη γήρατος από τον φορέα αυτόν. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επικαλεσθεί ο εργαζόμενος η ο εργοδότης το γεγονός αυτό (της συνταξιοδοτήσεως η της συμπληρώσεως των σχετικών προϋποθέσεων) και δεν τίθεται θέμα καταβολής του 40% ή του 50% της αποζημιώσεως.

Παντως εάν κάποιος προσελήφθη ως συνταξιούχος ενός ασφαλιστικού φορέα, με την εργασία του όμως στον νέο εργοδότη συνεπλήρωσε προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδοτήσεως από άλλο φορέα, ασφαλιζόμενος στον φορέα αυτόν καθ’ όλο τον χρόνο εργασίας του στον τελευταίο αυτόν εργοδότη, τότε, νομίζουμε, οι ανωτέρω διατάξεις θα εφαρμοσθούν κανονικά, δεδομένου ότι δεν γίνεται σχετική διάκριση στην νομοθεσία «Ubi lex non distinguit, nec nos distinguere debemus».  Ετσι, εάν π.χ. κάποιος που λαμβάνει ήδη (η πληροί προϋποθέσεις για να λάβει) πλήρη σύνταξη γήρατος από το ΝΑΤ, προσληφθεί ως υπάλληλος και ασφαλισθεί στο ΙΚΑ, μετά δε από κάποιο χρονικό διάστημα συμπληρώσει προϋποθέσεις λήψεως πλήρους συντάξεως γήρατος από το ΙΚΑ πλέον, στον τελευταίο εργοδότη, θα πρέπει να λάβει, είτε αποχωρήσει οικειοθελώς είτε απολυθεί, το 40% η το 50% της αποζημιώσεως απολύσεως, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του Ν. 3198/55, διότι στην περίπτωση αυτή δεν έχει προσληφθή ως συνταξιούχος του νέου ασφαλιστικού φορέα, η δε τωρινή απασχόληση και ασφάλισή του ουδόλως σχετίζονται με την συνταξιοδότησή του από τον προηγούμενο φορέα.