Η άδεια των μισθωτών

(Την αναλυτική Μελέτη για την άδεια βλ. στο ΔΕΝ 2012, τεύχος 1615 σελ. Π114 επ.)

Α.  Η σχετική βασική νομοθεσία:

1) Ο ΑΝ 539/45, όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή του με τον Ν. 3302/04 - ΔΕΝ 2005 σελ. 60 και (μόνον ως προς το βιβλίο αδειών), με το άρθρο 6 του Ν. 3762/09 - ΔΕΝ 2009 σελ. 640, καθώς και (μόνον ως προς την κατάτμηση αδειών) με την περ. 3 της  Υποπαρ. ΙΑ.14 του Ν. 4093/12 (ΔΕΝ 2012 σελ. 1393 (1440).

2) Η από 23.5.2000 ΕΓΣΣΕ (ΔΕΝ 2000 σελ. 662), βάσει της οποίας, όσοι έχουν υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη η προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται να λάβουν 30 επί εξαημέρου η 25 επί πενθημέρου ημέρες αδείας (αντί των 26 και 22 αντιστοίχως).

3) Η από 2.4.08 ΕΓΣΣΕ (ΔΕΝ 2008 σελ. 568), βάσει της οποίας από 1.1.2008, μετά την συμπλήρωση 25 ετών υπηρεσίας η προϋπηρεσίας, προστίθεται στις 25 η 30 ημέρες αδείας μία επί πλέον εργάσιμη ημέρα.

4) Το άρθρο 3 του Ν. 4504/66 περί χορηγήσεως επιδόματος αδείας.

Τα ανωτέρω νομοθετήματα, καθώς και όσα σχετικά με την άδεια ισχύουν βλ. στον τόμο ΔΕΝ 2005, τεύχος 1453, σελ. 976 επ. (Κωδικοποίηση) και στο Βιβλίο ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Γ. Λεβέντη - Κ. Παπαδημητρίου εκδ. ΔΕΝ 2011 σελ. 1035 επ. Την ΕΓΣΣΕ 2.4.08 βλ. στο ΔΕΝ 2008, τεύχος 1514 σελ. 568, τον Ν. 3762/09 στο ΔΕΝ 2009 σελ. 640 (642) και τον Ν. 4093/12 στο ΔΕΝ 2012 σελ. 1393 (1440).

Για το πρόστιμο σε περίπτωση παραβάσεων βλ. ΔΕΝ 2011 σελ. 457 επ. (464-465).

Βλ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ, καθώς και ΠΙΝΑΚΕΣ στο τέλος του παρόντος σημειώματος.

Β.  Ο τρόπος χορηγήσεως των αδειών

Κατά το ισχύον από 1-1-2004 σύστημα (Ν. 3302/04), άδεια δικαιούνται να λάβουν οι προσλαμβανόμενοι μισθωτοί αμέσως (κατ’  αναλογίαν του χρόνου απασχολήσεώς τους στον ίδιο εργοδότη), χωρίς να χρειάζεται δηλαδή η συμπλήρωση βασικού χρόνου (12 μηνών ή 10 μηνών). Συγκεκριμένα:

α) Για το πρώτο ημερολογιακό έτος (έτος προσλήψεως) οφείλεται αναλογία αδείας, βάσει της πλήρους αδείας των 20 ημερών επί πενθημέρου και των 24 ημερών επί εξαημέρου, χορηγουμένη υποχρεωτικώς μέχρι της 31 Δεκεμβρίου του έτους αυτού.

β) Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, οφείλεται επίσης αναλογία αδείας (τμήματα), ανάλογα προς το χρόνο υπηρεσίας, βάσει των 20 ημερών επί πενθημέρου και των 24 ημερών επί εξαημέρου, (μέχρι συμπληρώσεως 12 μηνών υπηρεσίας), και βάσει των 21 ημερών και των 25 ημερών αντιστοίχως (μετά από τη συμπλήρωση 12μηνου).  Αν δεν χορηγηθούν τμήματα αδείας, πρέπει να χορηγηθή ολόκληρη η άδεια κατά τον τελευταίο μήνα και μέχρι 31 Δεκεμβρίου.  Εάν κατά τον υπολογισμό των τμημάτων αδείας προκύπτη δεκαδικός αριθμός (ατελής διαίρεση, ιδίως επί πενθημέρου), ο αριθμός αυτός στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα αν υπερβαίνη το 0,50.

γ) Για το τρίτο ημερολογιακό έτος (καθώς και για τα επόμενα), σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, και μάλιστα από την 1η  Ιανουαρίου του κάθε έτους, οφείλεται στον μισθωτό ολόκληρη η άδεια, η οποία αντιστοιχεί στο κάθε ημερολογιακό έτος.

 Η άδεια αποτελείται από 21 ή 22 ημέρες επί πενθημέρου και από 25 ή 26 ημέρες επί εξαημέρου, αναλόγως αν ο συγκεκριμένος μισθωτός κατά το χρονικό σημείο λήψεως της αδείας του και μέχρις εξαντλήσεως αυτής, έχη ή όχι συμπληρώσει 24 μήνες απασχολήσεως στον εργοδότη.

δ) Για μισθωτούς που έχουν 12 έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, ο υπολογισμός της αδείας κατά το πρώτο, δεύτερο, τρίτο κλπ. έτη γίνεται βάσει των 25 ημερών επί πενθημέρου και των 30 ημερών επί εξαημέρου.  Επίσης μισθωτοί με 10 έτη στον ίδιο εργοδότη δικαιούνται 25 ημέρες άδεια επί πενθημέρου και 30 επί εξαημέρου.

ε) Στούς μισθωτούς που έχουν συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας η προϋπηρεσίας προστίθεται μία επί πλέον εργάσιμη ημέρα (βλ. ΠΙΝΑΚΑ Α3).

Γ.  Ημέρες υπολογιζόμενες στην άδεια

Υπολογίζονται μόνον οι εργάσιμες ημέρες. Για την έννοια των «εργασίμων» ημερών, επί επιχ/σεων συνεχούς λειτουργίας, βλ.ΔΕΝ 2013 σελ. 796. Για τούς μισθωτούς με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται στις ημέρες αδείας η 6η ημέρα της εβδομάδος κατά την οποία δεν απασχολούνται.

Δ. Χρόνος χορηγήσεως της αδείας

Διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότου. Οι μισοί τουλάχιστον από τούς μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.  Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήση την άδεια εντός διμήνου αφ’  ης διετυπώθη το σχετικό αίτημα.  Υποχρεούται να χορηγήση την άδεια πριν λήξη το ημερολογιακό έτος, έστω και αν η άδεια δεν έχη ζητηθή (βλ. και ΔΕΝ 2013 σελ. 1414).

Η άδεια χορηγείται αυτουσία (κανονικώς, μόνον κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική). Κατά τα δύο πρώτα έτη η άδεια χορηγείται, κατά νόμον, κατά τμήματα, ενώ από το τρίτο ημερολογιακό έτος και εφεξής, ολόκληρη.

Κατάτμηση αδείας, κατά το τρίτο και εφεξής έτος κατά τα οποία χορηγείται ολόκληρη, επιτρέπεται κατά την περ. 3  Υποπαρ. ΙΑ.14 Ν. 4093/12 - ΔΕΝ 2012 σελ. 1393 (1444), ως εξής:

α) Κατ’ εξαίρεσιν, σε δύο περιόδους εξ αιτίας ιδιαιτέρως σοβαράς η επειγούσης ανάγκης της επιχειρήσεως η εκμεταλλεύσεως. Στην περίπτωση αυτή η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνη λιγώτερες των 6 ή 5 εργασίμων ημερών (6ημερο - 5νθημερο) και επί ανηλίκων, των 12 ημερών ή

β) Σε περισσότερες των δύο περιόδους, από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνη τουλάχιστον 12 ή 10 εργάσιμες ημέρες (6ημερο - 5νθημερο) ή επί ανηλίκων 12 εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Οι έγγραφες αιτήσεις των μισθωτών (μία η περισσότερες, για κάθε ζητούμενο τμήμα αδείας) πρέπει να διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε έτη ώστε να επιδεικνύωνται στούς  Επιθεωρητές  Εργασίας σε τυχόν έλεγχο.

γ) Σε επιχ/σεις που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσ/κό, με ιδιαίτερη σώρευση εργασίας σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσ/κό μπορεί με απόφαση του εργοδότου να χορηγήται το τμήμα των 10 ή 12 εργασίμων ημερών (πενθήμερο - εξαήμερο) οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους. Και η απόφαση του εργοδότη πρέπει να διατηρήται στην επιχείρηση επί 5 έτη.

 Η άδεια μπορεί να χορηγηθή και ομαδικώς (βλ. ΔΕΝ 2012 σελ. Π117).

Στο άρθρο 4 παρ. 2 του ΑΝ 539/45 προβλέπεται ότι για κάθε διαφορά που αφορά τον αριθμό και την σειρά των μισθωτών που δικαιούνται αδείας, την διάρκεια και την χρονική περίοδο χορηγήσεως της αδείας, αποφαίνονται Ειδικές  Επιτροπές (βλ. σχετικά στο ΔΕΝ 2005 σελ. 976 (979 και 984).

Πάντως για κάθε διένεξη ως προς την άδεια, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να προσ- φεύγουν στην οικεία  Επιθεώρηση  Εργασίας.

Ε.  Αποδοχές και επίδομα αδείας

Κατά την διάρκεια της αδείας οφείλονται στον μισθωτό οι «συνήθεις αποδοχές», εκείνες δηλαδή που θα ελάμβανε εάν απασχολείτο στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο.

Οι αποδοχές αδείας είναι οι ίδιες τόσο για μισθωτούς με πενθήμερο όσο και για μισθωτούς με εξαήμερο, αφού, όπως είναι γνωστό, και στο σύστημα του πενθημέρου οφείλεται αμοιβή και για την 6η ημέρα της εβδομάδος (6 ημερομίσθια η 6/25 του μισθού καθ’  εβδομάδα), όπως και στο εξαήμερο.

Το οφειλόμενο σε κάθε περίπτωση αδείας επίδομα αδείας είναι ίσο με τις αποδοχές αδείας, δεν μπορεί όμως να υπερβή τον μισό μισθό ή τα 13 ημερομίσθια.

Τονίζεται ότι το ανωτέρω όριο των αποδοχών ενός 15νθημέρου ή 13 εργασίμων ημερών ισχύει για κάθε ημερολογιακό έτος. Δηλαδή, υπό το σύστημα του Ν. 3302/04, επίδομα αδείας μέχρι του ανωτέρω ορίου δικαιούται ο μισθωτός: α) για το έτος της προσλήψεως, β) για το δεύτερο ημερολογιακό έτος, καθώς και  γ) για κάθε ημερολογιακό έτος πέραν αυτού.

Επίσης τονίζεται ότι το όριο αυτό ισχύει για την απασχόληση κάθε ημερολογιακό έτος στον ίδιο εργοδότη, με την ίδια σύμβαση εργασίας.

Αν συνεπώς πρόκειται για μισθωτούς που απασχολούνται μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος με δύο διαφορετικές συμβάσεις (π.χ. μία αορίστου χρόνου η οποία ελύθη και άλλη αορίστου ή ωρισμένου χρόνου η οποία συνήφθη μέσα στο ίδιο έτος) ή με δύο συμβάσεις ωρισμένου χρόνου, όπως συμβαίνει με τούς καθηγητές φροντιστηρίων, το όριο ισχύει για κάθε μία σύμβαση ιδιαιτέρως, η λήψη δηλαδή επιδόματος αδείας πλήρους για την πρώτη σύμβαση του ιδίου ημερολογιακού έτους δεν έχει ως συνέπεια το να μη οφείλεται επίδομα αδείας και για την δεύτερη σύμβαση (βλ. και ΔΕΝ 2012, τεύχος 1606 σελ. 991).

Τα ανωτέρω ισχύουν και για τούς απασχολουμένους με διαλείπουσα απασχόληση (βλ. ΔΕΝ 2010, τεύχος 1559 σελ. 557, αλλά και ΔΕΝ 2012, τεύχος 1606 σελ. 989 επ.).

Δεν υπάρχει ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αδείας, αφού, όπως ήδη ελέχθη, ακολουθεί τις αποδοχές αδείας (και τον τρόπο υπολογισμού τους).

Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας, κατά ρητή διάταξη του νόμου. Τονίζουμε ότι για την καταβολή του επιδόματος αδείας δεν καθορίζεται από την νομοθεσία μας ωρισμένο χρονικό σημείο μέσα στο έτος, αλλά το επίδομα αυτό καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές αδείας κατά τον χρόνο ενάρξεως της αδείας (ολόκληρης η κάθε τμήματος αυτής).

Ειδικός τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας υπάρχει για τούς αμειβομένους κατ’ αποκοπήν ή με ποσοστά (βλ. ΔΕΝ 2012, τεύχος 1615 σελ. Π126).

ΣΤ. Βιβλίο αδειών

Οι εργοδότες πρέπει να τηρούν βιβλίο αδειών, το οποίο πρέπει να ευρίσκεται στη διάθεση των  Επιθεωρητῶν  Εργασίας, δεν χρειάζεται όμως θεώρηση. Τα στοιχεία που πρέπει να περιέχη το βιβλίο αδειών (μεταξύ των οποίων και την υπογραφή του μισθωτού) αναφέρονται στον Ν. 3762/09 - ΔΕΝ 2009, τεύχος 1538 σελ. 640. Τα στοιχεία πρέπει να παραμένουν στο αρχείο του εργοδότου επί 5 έτη.

Ζ. Συνέπειες μη χορηγήσεως της αδείας - Παραγραφή

Εν περιπτώσει μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του κάθε ημερολογιακού έτους, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήση τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπήρξε άρνηση χορηγήσεως της αδείας, διπλές δε όταν η άδεια ζητήθηκε αλλά ο εργοδότης αρνήθηκε την χορήγησή της (βλ. και την ΑΠ 376/06 εις ΔΕΝ 2010 σελ. 569 (570).  Επίσης υποχρεούται να καταβάλη το επίδομα αδείας. Δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά της αδείας στο επόμενο ημερολογιακό έτος, αλλά με την λήξη του ημερολογιακού έτους η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική (βλ.  Αλλ. ΔΕΝ 2013, τ. 1617 σελ. 95 και ΔΕΝ 2011 σελ. 907 (908) σχετικά με τον χρόνο προειδοποιήσεως).

Η αξίωση λήψεως των αποδοχών (απλών η διπλών) και του επιδόματος αδείας υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 εδ. 17 του  Αστικού Κώδικος.

Η. Τι οφείλεται επί λύσεως της σχέσεως εργασίας

Σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας καθ  οιονδήποτε τρόπο (απόλυση, οικειοθελής αποχώρηση κλπ.) πριν από τη λήψη της αδείας, οφείλεται στον μισθωτό ό,τι θα ελάμβανε εις χρήμα αν κατά το χρονικό σημείο της λύσεως ζητούσε και ελάμβανε την άδειά του (τμήμα κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη, ολόκληρη κατά το τρίτο και εφεξής ημερολογιακό έτος- βλ. και ΔΕΝ 2013 σελ. 509, καθώς και σελ. 715 - εκ περιτροπής απασχόληση). Για την εξεύρεση του κλάσματος αποδοχών αδείας, επί απασχολήσεως κατά μέρος του μηνός βλ. ΔΕΝ 2012 σελ. 883.

Θ. Άδεια και επίδομα αδείας επί διαλειπούσης και εκ περιτροπής απασχολήσεως (βλ. και ΔΕΝ 2013, σελ. 715, 2011 σελ. 570 και, για το επίδομα αδείας, και ΔΕΝ 2012 σελ. 991. Επίσης ΔΕΝ 2013, τεύχος 1636 σελ. 1473).

Κατά την σχετική διάταξη, οφείλεται το 1/12 της πλήρους αδείας ανά 25 ημέρες πραγματικής απασχολήσεως: α) κατά μεν το πρώτο ημερολογιακό έτος: από της προσλήψεως μέχρι της λήψεως της πρώτης αδείας, β) κατά το δεύτερο έτος: από της λήψεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή του τελευταίου τμήματος αυτής μέχρι της λήψεως της νέας αδείας (ή του κάθε τμήματος αυτής) και γ) κατά το τρίτο και εφεξής έτος, από της λήψεως της αδείας ή του τελευταίου τμήματος αυτής (κατά το δεύτερο έτος) μέχρι της λήψεως της κατά το τρίτο έτος αδείας κ.ο.κ. Πλήρης άδεια είναι οι 24, 25 η 26 ημέρες για όσους μισθωτούς δεν έχουν συμπληρώσει 10 έτη στον ίδιο εργοδότη η 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη, οι 30 ημέρες για όσους έχουν συμπληρώσει 10 η 12 έτη και οι 31 ημέρες για όσους έχουν συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας η προϋπηρεσίας.  Ο υπολογισμός γίνεται ευκολώτερα με ειδικούς συντελεστές. (βλ. τούς σχετικούς ΠΙΝΑΚΕΣ Β1, Β2 και Β3 κατωτέρω).

Όταν προκύπτη κλάσμα ημέρας που υπερβαίνει την μισή ημέρα, στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.

Όσον αφορά τις αποδοχές αδείας: Κατά την διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, ό,τι δηλαδή θα ελάμβανε αν κατά το αντίστοιχο διάστημα εργαζόταν.

Οι αποδοχές αδείας εξευρίσκονται όπως και οι ημέρες αδείας (βλ. ανωτέρω), δεν χρειάζεται όμως στρογγυλοποίηση το προκύπτον από τις αριθμητικές πράξεις αποτέλεσμα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην διαλείπουσα απασχόληση χορηγείται ως άδεια (χρόνος εκτός εργασίας) τόσο χρονικό διάστημα, όσο απαιτείται για να περιλαμβάνεται σ’  αυτό ο αριθμός των εργασίμων για τον συγκεκριμένο μισθωτό ημερών που αποτελούν την άδειά του. Οι αποδοχές αδείας που οφείλονται είναι ίσες προς το σύνολο των αποδοχών που θα ελάμβανε ο μισθωτός κατά το διάστημα αυτό, αν εργαζόταν.

Ειδικά για τον υπολογισμό στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν μέσα στο ίδιο έτος διαστήματα πλήρους και διαστήματα διαλειπούσης απασχολήσεως (εκ περιτροπής εργασία κ.λπ.) βλ.  Αλλ. ΔΕΝ 2013, τ. 1626 σελ. 715 και  Εγγρ. ΔΕΝ 2013 σελ. 622.

Ι.  Άδεια μισθωτών εποχικών επιχειρήσεων

Και στούς μισθωτούς που απασχολούνται σε εποχικές επιχειρήσεις οφείλεται νομίζουμε αυτούσια άδεια, μετά από τον Ν. 3302/04 και παρά την ύπαρξη της υπ’ αριθμ. 11/91 αποφάσεως της  Ολομελείας του  Αρείου Παγου (ΔΕΝ 1991 σελ. 694), που έκρινε ότι στις περιπτώσεις αυτές οφείλεται αποζημίωση αδείασελ. Τούτο ισχύει και για τούς απασχολουμένους σε εποχικά ξενοδοχεία, για τούς οποίους μάλιστα υπάρχει ειδική διάταξη ως προς την ασφάλισή τους, όταν λύεται η σχέση εργασίας και λαμβάνουν αποδοχές-αποζημίωση αδείασελ. Βλ.  Αλλ. ΔΕΝ 2005 σελ. 1550.

ΙΑ. Εισφορές και φορολογία επί των αποδοχών αδείας, της «αποζημιώσεως» αδείας και του επιδόματος αδείας

Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας υπόκεινται στις συνήθεις εισφορές και κρατήσεις.

Δεν υπόκεινται σε εισφορές οι αποδοχές αδείας που χορηγούνται κατά την λύση της σχέσεως εργασίας πριν την λήψη της αδείας.  Αντιθέτως το επίδομα αδείας υπόκειται σε εισφορές και στην περίπτωση αυτή.

Υπόκεινται σε εισφορές οι αποδοχές και το επίδομα αδείας όταν οι μισθωτοί συνεχίζουν να εργάζωνται αλλά δεν έλαβαν την άδεια του έτους, όχι όμως και η προσαύξηση 100%. Βλ. σχετική μελέτη Γ. Ψηλού στο ΔΕΝ 2005, τ. 1461 σελ. 1551 (1567, 1568).

Οι αποδοχές και το επίδομα αδείας φορολογούνται όπως οι λοιπές αποδοχές.  Η αποζημίωση αδείας και το επίδομα αδείας, ως πρόσθετη αμοιβή, υπόκεινται σε φόρο 20% (βλ. και  Αλλ. ΔΕΝ 2001 σελ. 784 και 2007 σελ. 798.  Επίσης βλ. ΔΕΝ 2006 σελ. 186 ( Εγκ.  Υπ. Οικονομ.).

ΙΒ. Τις διάφορες περιπτώσεις (απεργία και άδεια, ασθένεια και άδεια κ.λπ.) και τις διάφορες άδειες βλ. στο ΔΕΝ 2012, τεύχος 1615, σελ. Π114 επ. Βλ. επίσης τις θεσμικές διατάξεις των ΕΓΣΣΕ στο ΔΕΝ 2013, τεύχος 1623 σελ. 502.

ΙΓ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

1. Κανονική απασχόληση και χορήγηση αδείας κατά το έτος 2013:

α)  Εάν το 2013 είναι το πρώτο ημερολογιακό έτος (έτος προσλήψεως):

● Μισθωτός προσελήφθη π.χ. την 1.4.13:

α1.  Εάν απασχολήται επί 6ημερο εβδομαδιαίως δικαιούται 2 ημέρες (24/12) αδείας κατά μήνα απασχολήσεως και μέχρι 31-12-2013. Την άδεια μπορεί να λάβη τμηματικώς (π.χ. 6 ημέρες αδείας με τη συμπλήρωση τριμήνου από της προσλήψεως) ή ολόκληρη στο τέλος του έτους και οπωσδήποτε μέχρι 31-12-2013.  Η συνολική άδειά του είναι 18 ημέρες (9 μήνες Χ 2 ημέρες κατά μήνα).

α2.  Εάν έχη 5θημερο:

20/12 κατά μήνα απασχολήσεως, δηλαδή συνολικώς 20/12Χ9 (15 ημέρες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η 6η μη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδος).  Όπως παρατηρούν οι συνδρομηταί μας, στην ανωτέρω περίπτωση η άδεια τόσο επί εξαημέρου όσο και επί πενθημέρου διαρκεί 3 εβδομάδες (3Χ6=18 και 3Χ5=15 εργάσιμες ημέρες).  Εάν προκύπτη (στο πενθήμερο) κλάσμα ημέρας (ατελής διαίρεση), το κλάσμα αυτό εφ’  όσον υπερβαίνει το 0,50, στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Καλό είναι να προηγήται ο υπολογισμός του συνολικού αριθμού ημερών που αναλογούν στο διάστημα από της προσλήψεως μέχρι 31-12 του έτους προσλήψεως.

α3.  Οσον αφορά τις αποδοχές αδείας, τόσο για το 6ημερο, όσο και για το πενθήμερο, είναι ίσες με 18 ημερομίσθια η 18/25 του μηνιαίου μισθού.  Ως ημερομίσθιο θεωρείται το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής, δηλαδή το αντιστοιχούν σε 6,66 ώρες (40:6), στο οποίο αναφέρονται και οι διάφορες ΣΣΕ και ΔΑ.  Εάν η αμοιβή υπολογίζεται σε ωρομίσθια (όπως συμβαίνει στην μερική απασχόληση), κατά την διάρκεια της αδείας ο μισθωτός θα λάβη τόσα ωρομίσθια, όσα θα ελάμβανε αν εργαζόταν  (στο ωρομίσθιο έχει ληφθή υπ’  όψιν και η αμοιβή-προσαύξηση της 6ης ημέρας της εβδομάδος).

Μαζί με τις αποδοχές αδείας (καταβαλλόμενα κατά την έναρξη της αδείας), οφείλεται και επίδομα αδείας, το οποίο και στις δύο περιπτώσεις είναι 13 ημερομίσθια ή μισός μισθός.

α4.  Εάν πρόκειται για πρόσληψη στα μέσα του μηνός π.χ. στις 10.4.2013, οι ημέρες αδείας είναι για μεν το 6ημερο 16 και 20/30 του μηνός η 16,6666 και τελικώς, με την στρογγυλοποίηση, 17, ενώ στο πενθήμερο 14 και 20/30 του μηνός η 14,6666, δηλαδή, με την στρογγυλοποίηση, 15 (βλ. πίνακα ΔΕΝ 2012 σελ. 884).

β)  Εάν το 2013 είναι το δεύτερο ημερολογιακό έτος (πρόσληψη κατά το 2012):

Το υπό α) παράδειγμα έχει και εδώ εφαρμογή με τις εξής διευκρινίσεις:

β1)  Εάν ο μισθωτός απασχολήται επί 6ημερο εβδομαδιαίως, δικαιούται 2 ημέρες (24/12) κατά μήνα απασχολήσεως μέχρι να συμπληρώση 12μηνο και 25/12 κατά μήνα (με στρογγυλοποίηση του γινομένου επί τον αριθμό των μηνών για τούς οποίους ζητείται άδεια, στον μικρότερο ή τον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό, αναλόγως αν δεν υπερβαίνη η υπερβαίνη το 0,50) μετά την συμπλήρωση του 12μηνου. Συνολικώς ο μισθωτός δικαιούται 25 ημέρες αδείας, μέχρι 31.12, χορηγούμενες είτε τμηματικώς είτε και εφ’  άπαξ, στο τέλος του έτους.

β2)  Εάν απασχολήται επί 5θημερο, δικαιούται 20/12 κατά μήνα απασχολήσεως μέχρι να συμπληρώση 12μηνο και 21/12 μετά από την συμπλήρωση 12μηνου. Γίνεται στρογγυλοποίηση του γινομένου του ανωτέρω κλάσματος επί τον αριθμό των μηνών για τούς οποίους ζητείται άδεια. Τελικώς το σύνολο των οφειλομένων μέχρι 31/12 ημερών είναι 21, οι οποίες χορηγούνται είτε κατά τμήματα είτε εφάπαξ, στο τέλος του έτους.

● Τόσο στην περίπτωση α), όσο και στην περίπτωση β) ανωτέρω (πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος), όταν η σχέση εργασίας λυθή καθ’  οιονδήποτε τρόπο κατά την διάρκεια του έτους, ο μισθωτός λαμβάνει εις χρήμα τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο τμήμα αδείας που θα εδικαιούτο να λάβη, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, βάσει της υπηρεσίας του από της προσλήψεως μέχρι της λύσεως για το πρώτο έτος και από 1ης  Ιανουαρίου μέχρι της λύσεως για το δεύτερο έτος.

γ)  Εάν το 2013 είναι το τρίτο και πέρα έτος (πρόσληψη κατά το έτος 2011 ή παλαιότερα) δημιουργείται δικαίωμα λήψεως ολοκλήρου της αδείας από την 1η  Ιανουαρίου του 2013 μέχρι 31-12-2013.  Ο αριθμός των ημερών αδείας είναι 21 η 25 εάν η άδεια χορηγήται και εξαντλήται προ της συμπληρώσεως 24 μηνών στον εργοδότη και 22 η 26 ημέρες εάν η άδεια χορηγήται ή εάν τμήμα της συμπίπτη στο διάστημα μετά από την συμπλήρωση 24 μηνών στον εργοδότη.

Εν περιπτώσει λύσεως της σχέσεως εργασίας καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους, ο μισθωτός δικαιούται να λάβη εις χρήμα ολόκληρη την άδεια, που θα εχορηγείτο αν κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο της λύσεως εζητείτο η χορήγηση της αδείας.

δ) Για μισθωτούς που έχουν συμπληρώσει 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη ή 10 έτη στον ίδιο εργοδότη, ο υπολογισμός της αδείας ή της αναλογίας (κατά τα δύο πρώτα έτη) γίνεται βάσει των 25 επί πενθημέρου και των 30 επί εξαημέρου εργασίμων ημερών (βλ. και τούς ΠΙΝΑΚΕΣ που ακολουθούν).

ε) Στούς μισθωτούς που έχουν συμπληρώσει 25 έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας προστίθεται μία εργάσιμη ημέρα αδείας (βλ. ΠΙΝΑΚΑ Α3).

Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει δικαίωμα αδείας, υπάρχει και δικαίωμα λήψεως επιδόματος αδείας, με τον περιορισμό των 13 ημερομισθίων ή του μισού μισθού κατά ημερολογιακό έτος και εφ’  όσον πρόκειται για την ίδια σχέση εργασίασελ. (βλ. και ΔΕΝ 2012, τεύχος 1606 σελ. 991).

2.  Άδεια επί διαλειπούσης απασχολήσεως:

Δεν γίνεται διάκριση εξαημέρου - πενθημέρου. Ο αριθμός των ημερών αδείας για όσους έχουν λιγώτερα από 10 έτη στον ίδιο εργοδότη και λιγώτερα από 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη είναι 2 ανά 25 ημέρες πραγματικής απασχολήσεως, εφ’ όσον πρόκειται για μισθωτούς που δεν έχουν συμπληρώσει 12μηνο, 2,0833 ημέρες μετά από την συμπλήρωση 12μηνου και 2,1666 ημέρες αδείας μετά από την συμπλήρωση 24μηνου, πάντοτε ανά 25 ημέρες πραγματικής απασχολήσεωσελ. Κλάσμα που υπερβαίνει την μισή ημέρα (0,50), στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα. Για όσους έχουν 10 έτη υπηρεσίας ή 12 έτη προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, οι συντελεστές εξευρίσκονται βάσει των 30 ημερών (βλ. ΠΙΝΑΚΑ Β2 κατωτέρω). Τέλος για όσους έχουν συμπληρώσει 25 έτη προϋπηρεσίας, η αναλογία εξευρίσκεται βάσει των 31 ημερών (βλ. ΠΙΝΑΚΑ Β3).

1α) Για μισθωτό ο οποίος προσελήφθη π.χ. την 1-4-2013 (πρώτο ημερολογιακό έτος) και απασχολείται 3 ημέρες την εβδομάδα, η άδεια μέχρι τέλους του έτους είναι (για 9 μήνες επί 12 ημέρες κατά μήνα=108 ημέρες), 8 ημέρες και 16/25 (108/25Χ2), δηλαδή 9 ημέρες, αφού κλάσμα υπερβαίνον την μισή ημέρα, στρογγυλοποιείται κατά τη σχετική διάταξη, σε ολόκληρη ημέρα.

Ως ημέρες αδείας θεωρούνται οι εργάσιμες για τον συγκεκριμένο μισθωτό ημέρες, και όχι και ημέρες της εβδομάδος κατά τις οποίες δεν απασχολείται.

β)  Απλούστερος είναι ο υπολογισμός με τον συντελεστή 0,08 για όσους δεν έχουν συμπληρώσει 12μηνο, 0,08333 για όσους έχουν συμπληρώσει 12μηνο και 0,08666 για όσους έχουν συμπληρώσει 24μηνο.  Ο συντελεστής αυτός πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των πραγματοποιηθεισών ημερών εργασίας.

2) Για τον ανωτέρω μισθωτό, αν κατά την πρόσληψή του έχη 12 έτη προϋπηρεσίας, η άδεια μέχρι τέλους του έτους (για 9 μήνες επί 12 ημέρες κατά μήνα = 108 ημέρες), είναι 108 X 0,10 = 10,8, δηλαδή 11 ημέρες, αφού κλάσμα υπερβαίνον την μισή ημέρα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.

3. Τέλος για τον ανωτέρω μισθωτό, αν κατά την πρόσληψή του έχη 25 έτη προϋπηρεσία, ο αριθμός των ημερών αδείας είναι 108 X 0,1033 = 11,1564, δηλαδή και πάλι 11 ημέρες.

Για την περίπτωση υπάρξεως μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος διαστημάτων πλήρους και διαλειπούσης (εκ περιτροπής κ.λπ.) απασχολήσεως βλ.  Αλλ. ΔΕΝ 2011 σελ. 1700, ΔΕΝ 2013 σελ. 715, Μελ. ΔΕΝ 2012 σελ. 1160 και  Εγγρ. ΔΕΝ 2013 σελ. 622).